- συγκεκριμένος
- -η, -ο, Ν1. αυτός που υπόκειται στις αισθήσεις, αισθητός, απτός, σε αντιδιαστολή προς τον αφηρημένο2. σαφής, κατηγορηματικός, απερίφραστος3. το ουδ. ως ουσ. το συγκεκριμένο(φιλοσ.) όρος που σημαίνει οντότητες, όπως λ.χ. πρόσωπα, υλικής υπόστασης αντικείμενα και συμβάντα ή τους όρους που τά δηλώνουν, σε αντιδιαστολή προς τις αφηρημένες έννοιες, όπως είναι οι αριθμοί, οι τάξεις, οι καταστάσεις, οι ποιότητες, οι σχέσεις κ.ά.4. φρ. α) «συγκεκριμένα ουσιαστικά»γραμμ. (σύμφωνα με την παραδοσιακή υποκατηγοριοποίηση τών ουσιαστικών) τα ουσιαστικά που σημαίνουν αντικείμενα, ζώα ή πρόσωπα, δηλαδή όντα τα οποία γίνονται αντιληπτά μέσω τών αισθήσεων, λ.χ. άνθρωπος, γάτα, σπίτι, δένδρο κ.ά., σε αντιδιαστολή προς τα αφηρημέναβ) «συγκεκριμένη μουσική»μουσ. πειραματική τεχνική μουσικής σύνθεσης στην οποία χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη ηχογραφημένοι ποικίλοι φυσικοί θόρυβοι, με σκοπό την παραγωγή ενός μοντάζ ήχωνγ) «συγκεκριμένη ποίηση» — τύπος ποίησης κατά τον οποίο το συναισθηματικό ή άλλο περιεχόμενο τών λέξεων μεταδίδεται ή προεκτείνεται με την οπτική τυπογραφική διάταξη τών λέξεων, τών συλλαβών, τών γραμμάτων ή τμημάτων τών γραμμάτων και τών σημείων στίξεως, αλλ. κυβιστική ποίηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει προέλθει από τη μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. συγκρίνω].
Dictionary of Greek. 2013.